- μυστοδότα
- μυστοδότᾱ , μυστοδότηςmasc nom/voc/acc dualμυστοδότηςmasc voc sgμυστοδότᾱ , μυστοδότηςmasc gen sg (doric aeolic)μυστοδότηςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.